- κιλικίζω
- κιλικίζω (Α) [Κίλιξ](ενεργκαι μέσ.) μιμούμαι τους Κίλικες, συμπεριφέρομαι όπως οι Κίλικες2. μτφ. είμαι σκληρός, δόλιος, αναξιόπιστος σαν τους Κίλικες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κιλικιῶν — Κιλικίζω play the Cilician fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιλικίζειν — Κιλικίζω play the Cilician pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιλίκισσα — Κιλικίζω play the Cilician aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλικισμός — κιλικισμός, ὁ (Α) [κιλικίζω] αποτρόπαιη σφαγή ανθρώπων από μεθυσμένο … Dictionary of Greek
Κιλικίζεσθαι — Κιλικίζομαι play the Cilician pres inf mp Κιλικίζω play the Cilician pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)